- επισφαλής
- -ές (Α ἐπισφαλής)1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.)2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροποςαρχ.1. αυτός που ενέχει κινδύνους, ο επικίνδυνος («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῑ νοσήματι», Ιπποκρ.)2. αυτός που δεν είναι εξασφαλισμένος από επίθεση3. (για τόπο) ο μειονεκτικός από άποψη ασφάλειας, αυτός που η θέση του είναι επικίνδυνη4. «ἐπισφαλής εἰμι εἴς τι» — υπόκειμαι σε κάτι, κυρίως για κακό.επίρρ...επισφαλώςμε τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σφαλής από θ. σφαλ- (έ-σφαλ-ον < σφάλλω)πρβλ. α-σφαλής δομο-σφαλής].
Dictionary of Greek. 2013.